τοιόνδ'

τοιόνδ'
τοιόνδε , τοιόσδε
such as this
masc acc sg
τοιόνδε , τοιόσδε
such as this
neut acc sg
τοιόνδε , τοιόσδε
such as this
neut nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… …   Dictionary of Greek

  • ούτι πω — οὔτι πω, ιων. τ. οὔτι κω (Α) ουδόλως ακόμη («οὔτι πω τοιόνδ ἐναργὲς εἰδόμην», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”